- λυγρός
- λυγρός, -ά, -όν (Α)1. καταστρεπτικός, ολέθριος, δεινός, λυπηρός, θλιβερός («ἄλγεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)2. (για πρόσ.) α) επιβλαβής, βλαβερός («τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσεν σὺν λυγροῑς ἑτάροισι», Ομ. Οδ.)β) ανίκανος για μάχη, δειλός (οὐδ' ἂν ἔγωγε ἀνδρὶ μαχησαίμην, ὅστις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών», Ομ. Ιλ.)γ) αξιολύπητος3. (για αντικείμενα) ευτελής, άθλιος («λυγρὰ εἵματα», Ομ. Οδ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυγράα) δυστυχία, αθλιότητα, κακομοιριάβ) όλεθρος, καταστροφή («λυγρὰ νοεῡντες ἄλλῃ παρακλίνουσι δίκας», Ησίοδ.)γ) τα πράγματα ή οι καταστάσεις που επιφέρουν όλεθρο («φάρμακα λυγρά», Ομ. Οδ.).επίρρ...λυγρῶς (Α)άθλια, ελεεινά, οικτρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λ. λευγαλέος].
Dictionary of Greek. 2013.